ξέφρενος

ξέφρενος
η , ο безудержный, необузданный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξέφρενος" в других словарях:

  • ξέφρενος — η, ο αυτός που δεν έχει μυαλό, ο τρελός, ο έξω από τις φρένες: Άρχισε να φωνάζει ξέφρενος από το θυμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέφρενος — η, ο 1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός 2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι») 3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα») …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεφρενιασμένος — η, ο ξεφρενωμένος, ξέφρενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + φρενιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεφρενωμένος — η, ο ο έξω φρενών, αυτός που έχασε το μυαλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέφρενος, κατάλ. παθ. μτχ. ωμένος, κατά το αντίθετο μυαλωμένος] …   Dictionary of Greek

  • υπεριμπεριαλισμός — ο, Ν ο άκρος ιμπεριαλισμός, ο ξέφρενος και φανατισμένος ιμπεριαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ιμπεριαλισμός] …   Dictionary of Greek

  • υπόβακχος — ον, Α αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια τού Βάκχου, ενθουσιώδης, φρενιτιώδης, ξέφρενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + Βάκχος] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»